- τέμπο
- το(λ. ιταλ.)1. μουσικός χρόνος που κανονίζει στη μουσική τη διάρκεια των φθόγγων.2. φρ., «Πάει με το τέμπο του», με αργό ρυθμό, χωρίς βία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.