τέμπο

τέμπο
το
(λ. ιταλ.)
1. μουσικός χρόνος που κανονίζει στη μουσική τη διάρκεια των φθόγγων.
2. φρ., «Πάει με το τέμπο του», με αργό ρυθμό, χωρίς βία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τέμπο — (ιταλ. tempo). Μουσικός όρος αντίστοιχος με την αγωγή των αρχαίων Ελλήνων. Σημαίνει τον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται ακριβώς η διάρκεια των φθογγόσημων. Επειδή όμως οι με ονόματα υποδείξεις δεν ήταν δυνατόν να καθορίσουν την ακριβή διάρκεια των …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • αλέγκρο — (allegro).Μουσικός όρος που δηλώνει τον γρήγορο και εύθυμο ρυθμό. Η ταχύτητα του ρυθμού προσδιορίζεται από διάφορους άλλους επεξηγηματικούς όρους, για παράδειγμα a. moderato μετρίως γρήγορα, a. vivo γρήγορα και ζωηρά, a. nonanto όχι πολύ γρήγορα… …   Dictionary of Greek

  • αλεγκρέτο — υποκοριστικό τού επιθέτου allegro όρος που χρησιμοποιείται μόνο στη μουσική (Μουσ.) ένδειξη ρυθμικής αγωγής ή «τέμπο» που συνήθως σημαίνει κάπως λιγότερο γρήγορα και ίσως πιο ανάλαφρα από το αλέγκρο μεταξύ ανταντίνο και αλέγκρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”